- αναθεμάτος
- ο1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον(πρβλ. «κάμε δουλειά-καμουλειά-καλειά, κακό χρόνο να 'χει - κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό, τού σχηματισμού μιας λέξης από δυο ή περισσότερες, συμβαίνει συνήθως στις προσφωνήσεις, επικλήσεις, διαταγές, κατάρες κ.τ.ό., όπου έχει κανείς μπροστά του αυτόν τον οποίο προσφωνεί, διατάσει, βλασφημεί κ.λπ.. κι έτσι δεν υπάρχει ανάγκη να δηλώσει ρητά τον αριθμό ή το γένος κ.λπ. και κατά κανόνα βιάζεται. Μ' αυτό τον τρόπο τολμά ανεπίτρεπτες σε άλλες περιπτώσεις διαστρεβλώσεις και αποκοπές τών φθόγγων. Η άμεση αντίληψη αναπληρώνει και διασαφηνίζει ικανοποιητικά αυτό που για ψυχολογικούς λόγους ειπώθηκε γρήγορα και ελλειπτικά ή υπαινικτικά).
Dictionary of Greek. 2013.